- γυμνόσπερμος
- -η, -ο (AM γυμνόσπερμος, -ον)(για φυτά) αυτός που έχει σπέρμα χωρίς θήκη ή περικάρπιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Gymnosperm — Taxobox name = Gymnosperms fossil range = fossil range|370|0Devonian Recent image width = 150px image caption = White Spruce leaves (needles) regnum = Plantae subdivision ranks = Divisions subdivision = Pinophyta (or Coniferophyta) Conifers… … Wikipedia
γυμνοσπέρματος — γυμνοσπέρματος, η, ον (Α) ο γυμνόσπερμος … Dictionary of Greek
γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… … Dictionary of Greek